Çalışkanlık στα ελληνικά
Μετάφραση: çalışkanlık, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιμέλεια, φιλοτεχνία, επιμέλειας, επιμέλειας ως, υποχρέωσης επιμέλειας, επιμελείας
![Çalışkanlık στα ελληνικά Çalışkanlık στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-tr-gr-3609.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- çalılık στα ελληνικά - τρίβω, θάμνος, θάμνοι, χαμόδεντρα, ρουμάνι, λόχμη, άλσος, ...
- çalışkan στα ελληνικά - εργατικός, σκληρή εργασία, σκληρής εργασίας, εργάζονται σκληρά, από σκληρή εργασία
- çalışma στα ελληνικά - δουλειά, εργασία, εργάζομαι, δουλεύω, η μελέτη, τη μελέτη, Στη μελέτη, ...
- çalışmak στα ελληνικά - εργασία, εργάζομαι, δουλεύω, δουλειά, έργο, εργασίας, εργασίες
Τυχαίες λέξεις
Çalışkanlık στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιμέλεια, φιλοτεχνία, επιμέλειας, επιμέλειας ως, υποχρέωσης επιμέλειας, επιμελείας
Μεταφράσεις: επιμέλεια, φιλοτεχνία, επιμέλειας, επιμέλειας ως, υποχρέωσης επιμέλειας, επιμελείας