Çevik στα ελληνικά
Μετάφραση: çevik, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύστροφος, γρήγορος, σβέλτος, γοργός, ευκίνητος, ευέλικτη, ευέλικτο, ευκίνητη
Μεταφράσεις
- çerçeve στα ελληνικά - σώμα, δομή, διάρθρωση, πλαισίωση, πλαίσιο, σκελετός, πλαισιώνω, ...
- çete στα ελληνικά - τράπουλα, μάτι, δακτυλίδι, όχλος, συμμορία, σπείρα, κατακλύζω, ...
- çeviri στα ελληνικά - μετάφραση, εκδοχή, τύπος, μετάφρασης, τη μετάφραση, της μετάφρασης, μεταφραστικές
- çevre στα ελληνικά - περιβαλλοντικές, περιβαλλοντικών, περιβαλλοντικής, περιβαλλοντική, περιβαλλοντικά
Τυχαίες λέξεις
Çevik στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύστροφος, γρήγορος, σβέλτος, γοργός, ευκίνητος, ευέλικτη, ευέλικτο, ευκίνητη
Μεταφράσεις: εύστροφος, γρήγορος, σβέλτος, γοργός, ευκίνητος, ευέλικτη, ευέλικτο, ευκίνητη