Çok στα ελληνικά
Μετάφραση: çok, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άφθονος, πραγματικός, διεξοδικός, εκτεταμένος, πολύ, πράγματι, αρκετός, αλήθεια, ιδιαίτερα, είναι πολύ, εξαιρετικά, ακριβώς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- çocuk στα ελληνικά - υπεξούσιος, νεαρός, ασήμαντος, παιδί, ελάσσων, κατσικάκι, πιτσιρίκος, ...
- çocukluk στα ελληνικά - παιδική ηλικία, παιδικής ηλικίας, την παιδική ηλικία, παιδική, παιδικής
- çokeşlilik στα ελληνικά - πολυγαμία, πολυγαμίας, την πολυγαμία, η πολυγαμία, της πολυγαμίας
- çokluk στα ελληνικά - αφθονία, συρροή, πολλαπλότητα, πλήθος, πληθώρα, πολλαπλότητας, πλειάδα
Τυχαίες λέξεις
Çok στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: άφθονος, πραγματικός, διεξοδικός, εκτεταμένος, πολύ, πράγματι, αρκετός, αλήθεια, ιδιαίτερα, είναι πολύ, εξαιρετικά, ακριβώς
Μεταφράσεις: άφθονος, πραγματικός, διεξοδικός, εκτεταμένος, πολύ, πράγματι, αρκετός, αλήθεια, ιδιαίτερα, είναι πολύ, εξαιρετικά, ακριβώς