Öldürmek στα ελληνικά

Μετάφραση: öldürmek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκοτώνω, φόνος, σκοτώσει, σκοτώνουν, σκοτώσουν, να σκοτώσει, θανάτωση
Öldürmek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ökçe στα ελληνικά - τακούνι, φτέρνα, πτέρνα, πτέρνας, φτέρνας
  • öküz στα ελληνικά - καθοδηγώ, βόδι, ox, βοδιού, οχ, το βόδι
  • öldürücü στα ελληνικά - θανατηφόρος, μοιραίος, θανάσιμος, θνητός, θανατηφόρο, θανατηφόρα, θανατηφόρες, ...
  • ölmek στα ελληνικά - τεζάρω, πεθάνω, αποθνήσκω, λήγω, πεθαίνω, κύβος, πεθαίνουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Öldürmek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκοτώνω, φόνος, σκοτώσει, σκοτώνουν, σκοτώσουν, να σκοτώσει, θανάτωση