Islanmak στα ελληνικά

Μετάφραση: ıslanmak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουσκεύω, εμποτίζω, βραχεί, να βραχεί, βραχούν, εισέλθει υγρασία, βρέχονται
Islanmak στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ırmak στα ελληνικά - κυλώ, ρυάκι, ρέω, ποτάμι, ρεύμα, ροή, τωρινός, ...
  • ıslak στα ελληνικά - περιχύω, βρεγμένος, υγρός, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά
  • ıslatmak στα ελληνικά - μουσκεύω, βρέχω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
  • ıslık στα ελληνικά - σφυρίζω, σφύριγμα, σφυρίχτρα, διαιτητής, τέλειωσε, σφυρίκτρα
Τυχαίες λέξεις
Islanmak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουσκεύω, εμποτίζω, βραχεί, να βραχεί, βραχούν, εισέλθει υγρασία, βρέχονται