Μουσκεύω στα τούρκικα

Μετάφραση: μουσκεύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ıslanmak, ıslatmak, çürümek, RET, GERİ, tutunma
Μουσκεύω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μουσκεύω

μουσκεύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, μουσκεύω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • μουσικός στα τούρκικα - çalgıcı, sazanda, müzisyen, müzikal, müzik, müziksel, müzikli, ...
  • μουσκέτο στα τούρκικα - misket tüfeği, tüfek, musket, tüfekli, tüfeğini
  • μουστάκι στα τούρκικα - murt, bıyık, bıyıklı, bıyığı, moustache, mustache
  • μουστάρδα στα τούρκικα - hardal, mustard, hardalı, hardal bitkisi
Τυχαίες λέξεις
Μουσκεύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ıslanmak, ıslatmak, çürümek, RET, GERİ, tutunma