Alçaklık στα ελληνικά

Μετάφραση: alçaklık, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταπείνωση, δυσμένεια, κρίμα, ντροπή, όνειδος, προστυχιά
Alçaklık στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • altında στα ελληνικά - υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο
  • alçak στα ελληνικά - χαμηλός, χαμηλή, χαμηλής, χαμηλό, χαμηλού
  • alçaltmak στα ελληνικά - ξεφτιλίζω, ταπεινώνω, προστυχαίνω, χαμηλώνω, bemean
  • alıcı στα ελληνικά - παραλήπτης, εκκαθαριστής, πλοίο, πλοίου, πλοίων, του πλοίου, πλοία
Τυχαίες λέξεις
Alçaklık στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταπείνωση, δυσμένεια, κρίμα, ντροπή, όνειδος, προστυχιά