Alem- στα ελληνικά

Μετάφραση: alem-, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόσμος, υφήλιος
Alem- στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aldatmak στα ελληνικά - εξαπατώ, ξεγελώ, φενακίζω, ζαβολιάρης, τρικ, κόλπο, κλέβω, ...
  • alem στα ελληνικά - κόσμος, υφήλιος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια
  • alet στα ελληνικά - συσκευή, εργαλείο, τέχνασμα, άνεση, μηχάνημα, εργαλείου, μέσο, ...
  • alev στα ελληνικά - πυροβολώ, απολύω, πυρκαγιά, φωτιά, φλόγα, φλόγας, της φλόγας, ...
Τυχαίες λέξεις
Alem- στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόσμος, υφήλιος