Avantajlı στα ελληνικά
Μετάφραση: avantajlı, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλεονεκτικός, επωφελής, πλεονεκτική, πλεονεκτικό, συμφέρουσα, επωφελές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- av στα ελληνικά - κυνηγώ, πιάνω, αρπάζω, κυνήγι, θήρα, το κυνήγι, θήρας, ...
- avantaj στα ελληνικά - πλεονέκτημα, προτέρημα, αμοιβή, ανταμοιβή, πλεονεκτήματος, επωφεληθούν, όφελος, ...
- avcı στα ελληνικά - κυνηγός, Hunter, κυνηγό, κυνηγού, κυνηγών
- avcılık στα ελληνικά - κυνήγι, θήρα, το κυνήγι, θήρας, κυνηγιού
Τυχαίες λέξεις
Avantajlı στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλεονεκτικός, επωφελής, πλεονεκτική, πλεονεκτικό, συμφέρουσα, επωφελές
Μεταφράσεις: πλεονεκτικός, επωφελής, πλεονεκτική, πλεονεκτικό, συμφέρουσα, επωφελές