Bıkkın στα ελληνικά
Μετάφραση: bıkkın, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουρασμένος, εξαντλημένος, βαρεθεί, απηυδήσει, βαρεθεί να, μπουχτίσει, τρέφονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- büyümek στα ελληνικά - αύξηση, αυξάνω, μεγαλώνω, μεγαλώνουν, μεγαλώσουν, μεγαλώσει, μεγαλώσω
- büyütmek στα ελληνικά - μεγαλοποιώ, αυξάνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι, μεγέθυνση, Κίνδυνος, μεγένθυση, ...
- bıldırcın στα ελληνικά - ορτύκι, ορτύκια, ορτυκιού, ορτυκιών, τα ορτύκια
- bızır στα ελληνικά - κουμπί, κλειτορίδα, την κλειτορίδα, clit, κλειτορίδα της, κλειτορίδας
Τυχαίες λέξεις
Bıkkın στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουρασμένος, εξαντλημένος, βαρεθεί, απηυδήσει, βαρεθεί να, μπουχτίσει, τρέφονται
Μεταφράσεις: κουρασμένος, εξαντλημένος, βαρεθεί, απηυδήσει, βαρεθεί να, μπουχτίσει, τρέφονται