Becerikli στα ελληνικά

Μετάφραση: becerikli, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγαθός, ικανός, καλός, ειδικός, έξυπνος, εμπειρογνώμονας, εμπειρογνώμων, επιδέξιος, προχωρημένος, επιτήδειος, σβέλτος, πολυμήχανος, επινοητικοί, πολυμήχανοι, επινοητικός, πολυμήχανους
Becerikli στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • başparmak στα ελληνικά - αντίχειρας, αντίχειρα, τον αντίχειρα, αντίχειρά, τον αντίχειρά
  • bebek στα ελληνικά - βρέφος, μωρό, μωρού, το μωρό, μωρών, του μωρού
  • beceriklilik στα ελληνικά - δεξιοτεχνία, επιδεξιότητα, επιτηδειότητα, επιτηδειότης, βολικότητά, βολικότητας, handiness
  • beceriksiz στα ελληνικά - ανίκανος, αδαής, αδέξιος, αναρμόδιος, ανίκανοι, ανίκανη, ανίκανους
Τυχαίες λέξεις
Becerikli στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγαθός, ικανός, καλός, ειδικός, έξυπνος, εμπειρογνώμονας, εμπειρογνώμων, επιδέξιος, προχωρημένος, επιτήδειος, σβέλτος, πολυμήχανος, επινοητικοί, πολυμήχανοι, επινοητικός, πολυμήχανους