Beceriksiz στα ελληνικά
Μετάφραση: beceriksiz, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανίκανος, αδαής, αδέξιος, αναρμόδιος, ανίκανοι, ανίκανη, ανίκανους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- becerikli στα ελληνικά - αγαθός, ικανός, καλός, ειδικός, έξυπνος, εμπειρογνώμονας, εμπειρογνώμων, ...
- beceriklilik στα ελληνικά - δεξιοτεχνία, επιδεξιότητα, επιτηδειότητα, επιτηδειότης, βολικότητά, βολικότητας, handiness
- bedava στα ελληνικά - δωρεάν, αυτεξούσιος, τσάμπα, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
- beddua στα ελληνικά - καταριέμαι, κατάρα, πληγή, κατάρας, την κατάρα, μάστιγα
Τυχαίες λέξεις
Beceriksiz στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανίκανος, αδαής, αδέξιος, αναρμόδιος, ανίκανοι, ανίκανη, ανίκανους
Μεταφράσεις: ανίκανος, αδαής, αδέξιος, αναρμόδιος, ανίκανοι, ανίκανη, ανίκανους