Beyazlatmak στα ελληνικά
Μετάφραση: beyazlatmak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λευκαντικό, χλωρίνη, ξασπρίζω, λευκαίνω, λευκαίνουν τα, whiten, λευκάνετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beste στα ελληνικά - έκθεση, σύνθεση, σύνθεσης, συνθέσεως, σύνθεση που, σύσταση
- beton στα ελληνικά - συγκεκριμένος, σκυρόδεμα, μπετόν, μπετό, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες, ...
- beygir στα ελληνικά - άλογο, αλόγου, ίππων, αλόγων, των ίππων
- beyi στα ελληνικά - κυδώνι, μπέης, Μπέη, Bey, Μπέι
Τυχαίες λέξεις
Beyazlatmak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: λευκαντικό, χλωρίνη, ξασπρίζω, λευκαίνω, λευκαίνουν τα, whiten, λευκάνετε
Μεταφράσεις: λευκαντικό, χλωρίνη, ξασπρίζω, λευκαίνω, λευκαίνουν τα, whiten, λευκάνετε