Boş στα ελληνικά

Μετάφραση: boş, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθουλωμένος, κοίλος, καθαρίζω, κούφιος, αργόσχολος, άγονος, εγωκεντρικός, υπόκωφος, ματαιόδοξος, άκαρπος, ξιπασμένος, άγραφτος, άγραφος, τεμπέλης, άδειος, λευκό, δωρεάν, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
Boş στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • boğuk στα ελληνικά - βραχνός, τραχύς, βραχνή, βραχνό, τη βραχνή, σπασμένη
  • boğulmak στα ελληνικά - φλομώνω, πνίγω, στραγγαλίζω, σύννεφο, αποπνίγω, πνίξουν, να πνίξουν
  • boşaltmak στα ελληνικά - εκκενώνω, άδειος, αποδεικνύονται, αποδειχθεί, αποδειχθούν, να αποδειχθεί, αποδειχθεί ότι
  • boşanma στα ελληνικά - διαζύγιο, διαζυγίου, το διαζύγιο, του διαζυγίου, διαζυγίων
Τυχαίες λέξεις
Boş στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθουλωμένος, κοίλος, καθαρίζω, κούφιος, αργόσχολος, άγονος, εγωκεντρικός, υπόκωφος, ματαιόδοξος, άκαρπος, ξιπασμένος, άγραφτος, άγραφος, τεμπέλης, άδειος, λευκό, δωρεάν, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης