Λευκό στα τούρκικα
Μετάφραση: λευκό, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boş, ak, beyaz, beyaz bir, white
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λευκό
λευκό φόρεμα, λευκό τσάι, λευκό ξύδι, λευκό ταξί θεσσαλονίκη, λευκό κρασί, λευκό λεξικό γλώσσας τούρκικα, λευκό στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- λευκαντικό στα τούρκικα - beyazlatmak, ağartmak, ağartıcı, ağartma, ağartma maddesi, çamaşır suyu, beyazlatma
- λευκοπλάστης στα τούρκικα - yapışkan, yapıştırıcı, yapışkanlı, yapıştırma, yapışan
- λευκός στα τούρκικα - ak, eksiklik, boş, beyaz, beyaz bir, white
- λεφτά στα τούρκικα - para, pul, ganimet, karşılığı, paranın, money
Τυχαίες λέξεις
Λευκό στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: boş, ak, beyaz, beyaz bir, white
Μεταφράσεις: boş, ak, beyaz, beyaz bir, white