Βαθουλωμένος στα τούρκικα
Μετάφραση: βαθουλωμένος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boş, oyuk, bereli, çukurlu, bombeli, DTED, dented
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαθουλωμένος
βαθουλωμένος λεξικό γλώσσας τούρκικα, βαθουλωμένος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- βαθμολόγηση στα τούρκικα - işaretleme, markalama, işareti, işaretinin, işaretlenmesi
- βαθμός στα τούρκικα - kapsam, sınıf, dizi, işaret, belirti, marka, sıra, ...
- βαθουλώνω στα τούρκικα - göçük, dent, çentik, göçmek, çökme
- βαθούλωμα στα τούρκικα - göçük, dent, çentik, göçmek, çökme
Τυχαίες λέξεις
Βαθουλωμένος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: boş, oyuk, bereli, çukurlu, bombeli, DTED, dented
Μεταφράσεις: boş, oyuk, bereli, çukurlu, bombeli, DTED, dented