Dolu στα ελληνικά

Μετάφραση: dolu, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεστός, ολικός, γεμάτος, χαλάζι, πλήρης, καταιγισμός, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες
Dolu στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dolaştırmak στα ελληνικά - embrangle
  • doldurma στα ελληνικά - χορταστικός, σφράγισμα, γέμισμα, πλήρωση, πλήρωσης, πληρώσεως, γέμιση
  • domates στα ελληνικά - ντομάτα, ντομάτας, τομάτας, τομάτα, τομάτες
  • domuz στα ελληνικά - χοίρος, γουρούνι, χοιρινό, χοιρινό κρέας, χοιρινού κρέατος, χοιρινού, το χοιρινό
Τυχαίες λέξεις
Dolu στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεστός, ολικός, γεμάτος, χαλάζι, πλήρης, καταιγισμός, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες