Esnek στα ελληνικά

Μετάφραση: esnek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανθεκτικός, ευλύγιστος, εύκαμπτος, ευέλικτος, ευέλικτη, ευέλικτο, εύκαμπτο
Esnek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eski στα ελληνικά - γέρικος, γέρος, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
  • eskimiş στα ελληνικά - απαρχαιωμένος, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
  • esneklik στα ελληνικά - ευκαμψία, ευελιξία, ευελιξίας, την ευελιξία, ελαστικότητα
  • esrarengiz στα ελληνικά - βαθύς, αινιγματικός, μυστηριώδης, μυστηριώδη, μυστηριώδες, μυστηριώδεις, μυστήρια
Τυχαίες λέξεις
Esnek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανθεκτικός, ευλύγιστος, εύκαμπτος, ευέλικτος, ευέλικτη, ευέλικτο, εύκαμπτο