Iplik στα ελληνικά
Μετάφραση: iplik, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νημάτιο, μίτος, κλωστή, νήμα, το νήμα, σπείρωμα, νήματος, σπειρώματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ipek στα ελληνικά - μεταξωτό, μετάξι, μεταξιού, μεταξωτά, από μετάξι
- ipekli στα ελληνικά - γυαλιστερός, απαλός, άψογος, στιλπνός, σατέν, γλοιώδης, κηλίδα, ...
- ir στα ελληνικά - νωρίς, πρώιμος, εγώ, i, Ι, θ, ί
- irade στα ελληνικά - βούληση, διαθήκη, προαίρεση, θέληση, αυτοέλεγχο, αυτοέλεγχος, αυτοελέγχου, ...
Τυχαίες λέξεις
Iplik στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: νημάτιο, μίτος, κλωστή, νήμα, το νήμα, σπείρωμα, νήματος, σπειρώματος
Μεταφράσεις: νημάτιο, μίτος, κλωστή, νήμα, το νήμα, σπείρωμα, νήματος, σπειρώματος