Kalın στα ελληνικά

Μετάφραση: kalın, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυκνός, ακαθάριστος, λίπος, χοντρός, αισχρός, χόνδρος, πρόστυχος, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό
Kalın στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kalmak στα ελληνικά - παραμένω, ξεκουράζομαι, μένω, υπόλοιπος, ησυχασμός, διαμονή, παραμονή, ...
  • kalp στα ελληνικά - καρδιά, φουσκώνω, τρόμπα, αντλία, καρδιάς, καρδιακή, την καρδιά, ...
  • kalıntı στα ελληνικά - υπόλοιπο, κατάλοιπο, υπόλοιπος, ησυχασμός, ξεκουράζομαι, ερείπια, τα ερείπια, ...
  • kalıp στα ελληνικά - διαμορφώνω, μορφώνω, σχήμα, μορφή, ρίξιμο, βολή, δελτίο, ...
Τυχαίες λέξεις
Kalın στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυκνός, ακαθάριστος, λίπος, χοντρός, αισχρός, χόνδρος, πρόστυχος, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό