Αισχρός στα τούρκικα
Μετάφραση: αισχρός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tiksindirici, kalın, müstehcen, gelir, iğrenç, temiz, salacious, şehvetli, açık saçık, saçık
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αισχρός
αισχρός λεξικό γλώσσας τούρκικα, αισχρός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αισιοδοξία στα τούρκικα - iyimserlik, iyimserliği, iyimser, iyimserliğin, bir iyimserlik
- αισιόδοξος στα τούρκικα - iyimser, iyimser bir, olumlu, iyimserlik, iyimserim
- αιτία στα τούρκικα - sebep, neden, nedeni, nedenidir, çünkü, sebebi
- αιτιατική στα τούρκικα - akuzatif, plural, accusative, -i
Τυχαίες λέξεις
Αισχρός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: tiksindirici, kalın, müstehcen, gelir, iğrenç, temiz, salacious, şehvetli, açık saçık, saçık
Μεταφράσεις: tiksindirici, kalın, müstehcen, gelir, iğrenç, temiz, salacious, şehvetli, açık saçık, saçık