Karıştırmak στα ελληνικά
Μετάφραση: karıştırmak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μίγμα, περιπλέκω, ανακατώνω, ανακατεύω, αναμιγνύω, μείγμα, αναμειγνύεται, ανακατεύουμε, αναμίξτε, ανακατέψτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- karınca στα ελληνικά - μυρμήγκι, Αντ, Εκδόσεις Αντ, Ant, μυρμηγκιών
- karışmak στα ελληνικά - ανακατώνομαι, αναμιγνύω, ανακατεψουν, σμίξει, να σμίξει
- karışık στα ελληνικά - περίπλοκος, δυσεπίλυτος, ροζιάρικός, μικτός, μικτή, μικτό, μικτών, ...
- karışıklık στα ελληνικά - αταξία, μπερδεύω, πάθηση, ανακατεύω, χάος, διαταραχή, συγχέω, ...
Τυχαίες λέξεις
Karıştırmak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: μίγμα, περιπλέκω, ανακατώνω, ανακατεύω, αναμιγνύω, μείγμα, αναμειγνύεται, ανακατεύουμε, αναμίξτε, ανακατέψτε
Μεταφράσεις: μίγμα, περιπλέκω, ανακατώνω, ανακατεύω, αναμιγνύω, μείγμα, αναμειγνύεται, ανακατεύουμε, αναμίξτε, ανακατέψτε