Kullanışlı στα ελληνικά
Μετάφραση: kullanışlı, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρακτικός, χρήσιμος, χρήσιμες, χρήσιμο, χρήσιμη, χρήσιμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kullanmak στα ελληνικά - χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
- kullanış στα ελληνικά - εργασία, άσκηση, χρήση, χρησιμοποιώ, χρήσης, τη χρήση, χρήση του, ...
- kulp στα ελληνικά - χερούλι, μεταχειρίζομαι, κρατώ, κράτημα, χειρίζομαι, αμπάρι, πιάνω, ...
- kulübe στα ελληνικά - σφηνώνω, καλύβα, καταλύω, παράπηγμα, πάγκος, θάλαμος, υπόστεγο, ...
Τυχαίες λέξεις
Kullanışlı στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρακτικός, χρήσιμος, χρήσιμες, χρήσιμο, χρήσιμη, χρήσιμα
Μεταφράσεις: πρακτικός, χρήσιμος, χρήσιμες, χρήσιμο, χρήσιμη, χρήσιμα