Mülk στα ελληνικά
Μετάφραση: mülk, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιουσία, ακίνητο, κτήμα, σπίτι, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας
Μεταφράσεις
- mükafatlandırmak στα ελληνικά - ανταμοιβή, ανταμοιβής, αμοιβή, επιβράβευση, τρίτων
- mükemmel στα ελληνικά - άριστος, άγιος, ιδανικός, άγια, υπέροχος, ένδοξος, έξοχα, ...
- mülteci στα ελληνικά - φυγόδικος, φυγάς, πρόσφυγας, πρόσφυγα, προσφύγων, του πρόσφυγα, των προσφύγων
- mümkün στα ελληνικά - εφικτός, πιθανός, δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν
Τυχαίες λέξεις
Mülk στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιουσία, ακίνητο, κτήμα, σπίτι, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας
Μεταφράσεις: περιουσία, ακίνητο, κτήμα, σπίτι, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας