Περιουσία στα τούρκικα
Μετάφραση: περιουσία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nitelik, mal, özellik, mülk, mülkiyet, özelliği, Gayrimenkul, emlak
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιουσία
περιουσία εκκλησίας ελλάδος, περιουσία μαρινάκη, περιουσία του μακαριστού χριστόδουλου, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία λεξικό γλώσσας τούρκικα, περιουσία στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- περιορισμένος στα τούρκικα - kısıtlı, sınırlı, sınırlıdır, kısıtlanmış, yoktur
- περιορισμός στα τούρκικα - sınırlama, kısıtlama, restriksiyon, kısıtlaması, sınırlandırma
- περιοχή στα τούρκικα - küre, alan, bölge, bölgesi, region, Bölgeyi, bölgenin
- περιπέτεια στα τούρκικα - macera, serüven, Adventure, bir macera, macerası, Serüven
Τυχαίες λέξεις
Περιουσία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: nitelik, mal, özellik, mülk, mülkiyet, özelliği, Gayrimenkul, emlak
Μεταφράσεις: nitelik, mal, özellik, mülk, mülkiyet, özelliği, Gayrimenkul, emlak