Mesele στα ελληνικά

Μετάφραση: mesele, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύλη, δεσμός, θέμα, πρόβλημα, νοιάζομαι, πράγμα, υπόθεση, έκδοση, ζήτημα, τεύχος, έκδοσης
Mesele στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mert στα ελληνικά - θαρραλέος, γενναίος, ανδροπρεπής, αντρικά, ανδρική, manly
  • mesafe στα ελληνικά - απόσταση, απόσταση για, απόσταση με, απόστασης, εξ αποστάσεως
  • meslek στα ελληνικά - κατάληψη, επενδύω, δουλειές, καριέρα, δουλειά, ρυτίδα, κατοχή, ...
  • meslektaş στα ελληνικά - συνάδελφος, συνάδελφό, συνάδελφός, τον συνάδελφό, ο συνάδελφός
Τυχαίες λέξεις
Mesele στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύλη, δεσμός, θέμα, πρόβλημα, νοιάζομαι, πράγμα, υπόθεση, έκδοση, ζήτημα, τεύχος, έκδοσης