Mor στα ελληνικά
Μετάφραση: mor, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μωβ, πορφυρό, μοβ, πορφυρή, πορφυρού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- modern στα ελληνικά - μοντέρνος, σύγχρονος, σύγχρονες, σύγχρονη, σύγχρονο
- moloz στα ελληνικά - μπάζα, χαλάσματα, χαλίκι, χαλίκια, συντρίμμια
- morina στα ελληνικά - βακαλάος, μπακαλιάρος, γάδου, γάδο, του γάδου
- motel στα ελληνικά - δικαστήριο, ερωτοτροπώ, αυλή, μοτέλ, Motel, το μοτέλ, Το Motel
Τυχαίες λέξεις
Mor στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: μωβ, πορφυρό, μοβ, πορφυρή, πορφυρού
Μεταφράσεις: μωβ, πορφυρό, μοβ, πορφυρή, πορφυρού