Organ στα ελληνικά
Μετάφραση: organ, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στέλεχος, παράρτημα, μέλος, όργανο, οργάνων, οργάνου, όργανα, στα όργανα
Μεταφράσεις
- oransız στα ελληνικά - δυσανάλογη, δυσανάλογο, δυσανάλογες, δυσανάλογα, δυσανάλογος
- orantılı στα ελληνικά - συγγενής, αναλογικά, ανάλογη, αναλογική, ανάλογο, αναλογικό
- organik στα ελληνικά - οργανικός, οργανική, οργανικό, οργανικά, οργανικές
- organizma στα ελληνικά - όν, οργανισμός, οργανισμού, οργανισμό, οργανισμών, οργανισμούς
Τυχαίες λέξεις
Organ στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: στέλεχος, παράρτημα, μέλος, όργανο, οργάνων, οργάνου, όργανα, στα όργανα
Μεταφράσεις: στέλεχος, παράρτημα, μέλος, όργανο, οργάνων, οργάνου, όργανα, στα όργανα