Otorite στα ελληνικά

Μετάφραση: otorite, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύρος, εξουσία, αυθεντία, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που
Otorite στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • otomatik στα ελληνικά - αυτόματο, αυτοματικός, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματες, αυτόματα
  • otomobil στα ελληνικά - μηχάνημα, αυτοκίνητο, κούρσα, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, το αυτοκίνητο, αυτοκίνητό
  • otur στα ελληνικά - κάθονται, καθίσει, να καθίσει, καθίστε, καθίσετε
  • oturan στα ελληνικά - τρόφιμος, συνεδρίαση, καθισμένος, κάθεται, κάθονται, συνεδρίασης
Τυχαίες λέξεις
Otorite στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύρος, εξουσία, αυθεντία, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που