Εξουσία στα τούρκικα
Μετάφραση: εξουσία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
takat, büro, tesir, yetenek, güç, kuvvet, otorite, yazıhane, kudret, yetki, gücü, gç, elektrik, enerji
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξουσία
εξουσία αποφθέγματα, εξουσία τι μπάλα παίζεις, εξουσία συνώνυμα, εξουσία ορισμός, εξουσία και ευημερία, εξουσία λεξικό γλώσσας τούρκικα, εξουσία στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- εξοργισμένος στα τούρκικα - öfkeli, kızgın, furious, öfkelendi, öfkeli bir
- εξορκίζω στα τούρκικα - cin çıkarmak, exorcize, cinlerden kurtarmak, dua ile defetmek
- εξουσιάζω στα τούρκικα - hükmetmek, geçersiz, reddine, hükümsüz, hiçe
- εξουσιοδοτούμαι στα τούρκικα - ben, duyuyorum, değilim, olduğumu, benim
Τυχαίες λέξεις
Εξουσία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: takat, büro, tesir, yetenek, güç, kuvvet, otorite, yazıhane, kudret, yetki, gücü, gç, elektrik, enerji
Μεταφράσεις: takat, büro, tesir, yetenek, güç, kuvvet, otorite, yazıhane, kudret, yetki, gücü, gç, elektrik, enerji