Sakat στα ελληνικά

Μετάφραση: sakat, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάπηρος, ειδικές ανάγκες, αναπηρία, με ειδικές ανάγκες, με αναπηρία
Sakat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sakal στα ελληνικά - γένι, μούσι, γενειάδα, γένια, τα γένια, γενειάδας
  • sakar στα ελληνικά - αδέξιος, ατζαμής, άχαρος, αδέξια, αδέξιο, αδέξιες
  • sakatlamak στα ελληνικά - αχρηστεύω, απενεργοποιώ, κολοβώνω, ακρωτηριάζουν, ακρωτηριάσει, να ακρωτηριάσει, να ακρωτηριάζουν
  • sakin στα ελληνικά - νηνεμία, ήρεμος, κάτοικος, ατάραχος, ησυχασμός, ακίνητος, γαλήνιος, ...
Τυχαίες λέξεις
Sakat στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάπηρος, ειδικές ανάγκες, αναπηρία, με ειδικές ανάγκες, με αναπηρία