Yürek στα ελληνικά
Μετάφραση: yürek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρόμπα, καρδιά, φουσκώνω, αντλία, καρδιάς, καρδιακή, την καρδιά, καρδιακής
Μεταφράσεις
- yüküm στα ελληνικά - ευθύνη, δασμοί, καθήκον, υποχρέωση, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, ...
- yün στα ελληνικά - μαλλί, μαλλιού, το μαλλί, μάλλινα, ερίου
- yürekli στα ελληνικά - γενναίος, θαρραλέος, θαρραλέα, θαρραλέες, θαρραλέο, θαρραλέοι
- yürümek στα ελληνικά - πεζοπορία, βόλτα, περίπατος, περπατώ, τα πόδια, περπατήσετε
Τυχαίες λέξεις
Yürek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρόμπα, καρδιά, φουσκώνω, αντλία, καρδιάς, καρδιακή, την καρδιά, καρδιακής
Μεταφράσεις: τρόμπα, καρδιά, φουσκώνω, αντλία, καρδιάς, καρδιακή, την καρδιά, καρδιακής