Λέξη: μέρισμα
Σχετικές λέξεις: μέρισμα
μέρισμα κοινωνικό, μέρισμα αίτηση, μέρισμα δικηγόρων β εξαμήνου 2013, μέρισμα 500 ευρώ, μέρισμα από πλεόνασμα, μέρισμα κριτήρια, μέρισμα 2014, μέρισμα δικαιούχοι, μέρισμα πλεονάσματος, μέρισμα 500, κοινωνικό μέρισμα, κοινωνικο μέρισμα, κοινωνικό μέρισμα αίτηση, κοινωνικό μέρισμα 2014
Συνώνυμα: μέρισμα
διαιρετέος
Μεταφράσεις: μέρισμα
μέρισμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dividend, a dividend, dividends, dividend of, dividend is
μέρισμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dividendo, dividendos, de dividendos, dividendo a, dividendo de
μέρισμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dividend, dividende, gewinnanteil, Dividende, Dividenden, Ausschüttung
μέρισμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dividende, dividendes, des dividendes, de dividendes
μέρισμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dividendo, dividendi, dei dividendi, del dividendo, dividend
μέρισμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dividendo, dividendos, de dividendos, de dividendo, do dividendo
μέρισμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dividend, dividenden, dividendbeleid, het dividend
μέρισμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
доля, прибыль, дивиденд, делимое, дивидендов, дивиденды, дивидендная, дивиденда
μέρισμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utbytte, utbyttet, dividende
μέρισμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utdelning, utdelningen, utdelnings, dividend
μέρισμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jaettava, bonus, osinko, osinkoa, osinkoon, osingon, osinkona
μέρισμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udbytte, udbyttet, dividende, udbyttepolitik
μέρισμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dividenda, dělenec, dividendy, dividend, dividendu, dividendový
μέρισμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dywidenda, wygrana, tantiema, dzielna, dywidendy, dywidend, dotyczy dywidendy
μέρισμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
osztalék, osztalékot, frekvenciatöbblet, hozadék, többlet
μέρισμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kâr payı, temettü, kar, kâr, kar payı
μέρισμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дивіденд
μέρισμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dividenti, dividend, dividentit, dividendi, dividendës
μέρισμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дивидент, дивиденти, дивидентите, дивидента, на дивидент
μέρισμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дывідэнд
μέρισμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jagatav, dividend, boonus, dividendi, dividendide, dividende, dividendid
μέρισμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
udio, dividende, dividenda, dividendi, dividendu, od dividendi
μέρισμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
arður, arð, Arðurinn, arðgreiðslur, arÃ
μέρισμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dividendas, dividendų, dividendai, dividendus, dividendą
μέρισμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dividende, dividendes, dividenžu, dividendēm, dividendi
μέρισμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дивиденда, дивидендата, на дивиденда, дивиденди, на дивидендата
μέρισμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dividend, dividende, dividendelor, dividendului, de dividende
μέρισμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dividenda, dividend, dividende, dividendna, dividendo
μέρισμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dividenda, dividendy, dividendy na
Στατιστικά δημοτικότητας: μέρισμα
Τυχαίες λέξεις