Yer στα ελληνικά

Μετάφραση: yer, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όροφος, πάτωμα, καθίζω, τοποθεσία, εντοπίζω, βούλα, γη, προσγειώνω, κάθισμα, προσγειώνομαι, θέση, τόπος, σπυρί, προσαράσσω, μέρος, τοποθετώ, τόπο, χώρα
Yer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • yenilik στα ελληνικά - καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία
  • yenmek στα ελληνικά - υπερνικώ, νικημένος, ξεπερνώ, καταβάλλω, ήττα, κατανικώ, την ήττα, ...
  • yergi στα ελληνικά - σάτυρα, σάτιρα, σάτιρας, τη σάτιρα, η σάτιρα
  • yerinde στα ελληνικά - οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι, κατάλληλος, στη θέση, στη θέση του, αντί, σε εφαρμογή, ...
Τυχαίες λέξεις
Yer στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: όροφος, πάτωμα, καθίζω, τοποθεσία, εντοπίζω, βούλα, γη, προσγειώνω, κάθισμα, προσγειώνομαι, θέση, τόπος, σπυρί, προσαράσσω, μέρος, τοποθετώ, τόπο, χώρα