Μέρος στα τούρκικα

Μετάφραση: μέρος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
durum, leke, memuriyet, ev, yurt, kompartıman, meydan, vatan, yer, duruş, bölüm, parçası, parçasıdır, kısmı, bir parçası
Μέρος στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέρος

μέρος του λόγου χαλανδρι, μέρος για παιδικό πάρτυ, μέρος του δακτύλου, μέρος του λόγου, μέρος τέταρτο του κ.φ.ε, μέρος λεξικό γλώσσας τούρκικα, μέρος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • μέριμνα στα τούρκικα - endişe, kaygı, bir endişe, sorun, ilgi
  • μέρισμα στα τούρκικα - kâr payı, temettü, kar, kâr, kar payı
  • μέσα στα τούρκικα - içinde, içeride, iç, mesafede olan, içerisinde, mesafede, içindeki
  • μέση στα τούρκικα - merkez, orta, ara, bel, bil, bir bel
Τυχαίες λέξεις
Μέρος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: durum, leke, memuriyet, ev, yurt, kompartıman, meydan, vatan, yer, duruş, bölüm, parçası, parçasıdır, kısmı, bir parçası