Καθίζω στα τούρκικα
Μετάφραση: καθίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
orun, yer, dip, oturmak, oturup, otur, yaslanın, oturun
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθίζω
καθίζω κλίση, καθίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, καθίζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- καθέλκυση στα τούρκικα - fırlatma, başlatma, başlatılması, lansman, lansmanı
- καθήκον στα τούρκικα - yüküm, ödev, borç, iş, görev, görevi, bir görev, ...
- καθαγιάζω στα τούρκικα - kutsamak, hallow, oyuk, takdis, takdis etmek
- καθαιρώ στα τούρκικα - yıkamak, şartlamak, taharetlenmek
Τυχαίες λέξεις
Καθίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: orun, yer, dip, oturmak, oturup, otur, yaslanın, oturun
Μεταφράσεις: orun, yer, dip, oturmak, oturup, otur, yaslanın, oturun