Yokluk στα ελληνικά

Μετάφραση: yokluk, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υστέρημα, θέλω, έλλειψη, ανάγκη, απουσία, ελλείψει, απουσίας, χωρίς
Yokluk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • yiğitlik στα ελληνικά - αξιοποιώ, θάρρος, γενναιότητα, προσπάθεια, ανδρεία, την ανδρεία, ανδρείας, ...
  • yok στα ελληνικά - όχι, κανένας, απών, αριθ, δεν, καμία, κανένα
  • yoksa στα ελληνικά - αλλιώς, άλλος, ή, και, ή να, είτε, ή την
  • yoksul στα ελληνικά - οικτρός, φτωχός, ελεεινός, καημένος, πενιχρός, κακόμοιρος, άθλιος, ...
Τυχαίες λέξεις
Yokluk στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: υστέρημα, θέλω, έλλειψη, ανάγκη, απουσία, ελλείψει, απουσίας, χωρίς