Účastník στα ελληνικά
Μετάφραση: účastník, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαγωνιζόμενος, συμμέτοχος, παρέα, σύντροφος, ταίρι, συμβαλλόμενος, συμμετέχων, συμμετέχοντα, συμμετέχοντος, συμμετέχοντες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akupunktura στα ελληνικά - βελονισμός, βελονισμού, βελονισμό, ο βελονισμός, το βελονισμό
- cizák στα ελληνικά - εξωγήινος, αλλοδαπός, ξένος, Outlander, το Outlander, του Outlander
- filtrace στα ελληνικά - διήθηση, διηθήσεως, διήθησης, φιλτραρίσματος, φιλτράρισμα
- kabaret στα ελληνικά - καμπαρέ, cabaret, των καμπαρέ, του καμπαρέ, σε καμπαρέ
Τυχαίες λέξεις
Účastník στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαγωνιζόμενος, συμμέτοχος, παρέα, σύντροφος, ταίρι, συμβαλλόμενος, συμμετέχων, συμμετέχοντα, συμμετέχοντος, συμμετέχοντες
Μεταφράσεις: διαγωνιζόμενος, συμμέτοχος, παρέα, σύντροφος, ταίρι, συμβαλλόμενος, συμμετέχων, συμμετέχοντα, συμμετέχοντος, συμμετέχοντες