Διαγωνιζόμενος στα τσεχικά

Μετάφραση: διαγωνιζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
konkurent, soupeř, závodník, účastník, spoluuchazeč, soutěžící, contestant, soutěžícího
Διαγωνιζόμενος στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαγωνιζόμενος

διαγωνιζόμενος λεξικό γλώσσας τσεχικά, διαγωνιζόμενος στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • διαγωγή στα τσεχικά - vystupování, dirigovat, postoj, vodit, vedení, provozovat, řídit, ...
  • διαγωνίζομαι στα τσεχικά - soupeřit, konkurovat, soutěžit, závodit, diagonizomai
  • διαγωνισμός στα τσεχικά - soupeření, závodění, konkurence, soutěž, soutěžení, závod, soutěže, ...
  • διαδήλωση στα τσεχικά - předvedení, ukázka, důkaz, manifestace, demonstrace, projev, předvádění, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαγωνιζόμενος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: konkurent, soupeř, závodník, účastník, spoluuchazeč, soutěžící, contestant, soutěžícího