Článkovat στα ελληνικά

Μετάφραση: článkovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έναρθρος, ευκρινής, ποδιά, Apron, ποδιά που, ποδιάς, ασφαλτοτάπητα
Článkovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hnojivo στα ελληνικά - κοπριά, λίπασμα, κόπρος, κοπριάς, κόπρο, την κόπρο
  • jmění στα ελληνικά - ακίνητο, ουσία, περιουσία, σπίτι, κτήμα, ευτυχία, πλούτος, ...
  • lešení στα ελληνικά - κρεμάλα, σκαλωσιά, ικρίωμα, σκαλωσιές, ικριώματα, ικριωμάτων, σκαλωσιάς
  • odštěpek στα ελληνικά - θραύσμα, τσιπ, κομματάκι, αγκίδα, chip, μάρκα, μάρκες, ...
Τυχαίες λέξεις
Článkovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έναρθρος, ευκρινής, ποδιά, Apron, ποδιά που, ποδιάς, ασφαλτοτάπητα