Šaškovský στα ελληνικά
Μετάφραση: šaškovský, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παλαβός, γελοίος, αγροίκος, αδέξιος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- meruňka στα ελληνικά - βερίκοκο, βερίκοκου, βερίκοκων, βερίκοκα, βερύκοκο
- mžikat στα ελληνικά - σπιθίζω, λάμψη
- negr στα ελληνικά - αράπης, αράπη, nigger, νέγρος, νέγρο
- nenáležitý στα ελληνικά - άσχετος, ακατάλληλος, άδικος, αθέμιτος, αθέμιτο, αθέμιτου, άδικο
Τυχαίες λέξεις
Šaškovský στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παλαβός, γελοίος, αγροίκος, αδέξιος
Μεταφράσεις: παλαβός, γελοίος, αγροίκος, αδέξιος