Škála στα ελληνικά
Μετάφραση: škála, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πέτρα, κουνώ, πετροβολώ, ροκ, λιθοβολώ, λικνίζω, βράχος, βράχο, βράχου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cizoložný στα ελληνικά - μοιχικός, μοιχευτικός, μοιχικές, μοιχική, μοιχικοί, μοιχαλίδι
- korespondovat στα ελληνικά - απάντηση, αντιστοιχώ, συμφωνώ, απαντώ, ανταποκρίνομαι, αντιστοιχούν, αντιστοιχεί, ...
- naříznout στα ελληνικά - εγχάρακτη, τέμνεται, εγχάρακτες, τέμνονται, εγχάρακτα
- nábožný στα ελληνικά - θρησκευτικός, θρήσκος, θρησκευόμενος, θρησκευτικές, θρησκευτικών, θρησκευτική, θρησκευτικής
Τυχαίες λέξεις
Škála στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πέτρα, κουνώ, πετροβολώ, ροκ, λιθοβολώ, λικνίζω, βράχος, βράχο, βράχου
Μεταφράσεις: πέτρα, κουνώ, πετροβολώ, ροκ, λιθοβολώ, λικνίζω, βράχος, βράχο, βράχου