Šplíchat στα ελληνικά
Μετάφραση: šplíchat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιτσιλάω, πλατσουρίζω, πιτσιλίζω, πιτσίλισμα, το πιτσίλισμα, πιτσιλίσματος, εκτοξεύεται, εκτινάξεις
Μεταφράσεις
- lékárnictví στα ελληνικά - φαρμακείο, φαρμακευτική, Pharmaceutics, φαρμακευτικών προϊόντων, βιολογικού προϊόντος, του βιολογικού προϊόντος
- neprůsvitný στα ελληνικά - αδιαφανής, αδιαφανές, αδιαφανή, αδιαφανείς, αδιαφανούς
- nečestně στα ελληνικά - ανέντιμα, δολίως, τρόπο αθέμιτο, κατά τρόπο αθέμιτο, δόλιο τρόπο
- oplakávat στα ελληνικά - κλαίω, πενθώ, θρηνώ, μουγκρίζω, μουγκρητό, οδυρμός, μοιρολογώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Šplíchat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιτσιλάω, πλατσουρίζω, πιτσιλίζω, πιτσίλισμα, το πιτσίλισμα, πιτσιλίσματος, εκτοξεύεται, εκτινάξεις
Μεταφράσεις: πιτσιλάω, πλατσουρίζω, πιτσιλίζω, πιτσίλισμα, το πιτσίλισμα, πιτσιλίσματος, εκτοξεύεται, εκτινάξεις