Afekt στα ελληνικά
Μετάφραση: afekt, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοργή, τρυφερότητα, Επηρεάζουν, έχουν επιπτώσεις, να επηρεάσει, να επηρεάσουν, Affect
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aeroplán στα ελληνικά - αεροπλάνο, αεροπλάνου, του αεροπλάνου, αεροπλάνων
- aerosol στα ελληνικά - σπρέι, αεροζόλ, αερολύματος, αερόλυμα, αερολυμάτων, αεροζόλης
- afektivní στα ελληνικά - στοργικός, συναισθηματική, Συναισθηματικές, Συναισθηματικός, Συναισθηματικά, Affective
- afektovanost στα ελληνικά - επιτήδευση, εκζήτηση, ευγένεια, αρχοντιά, την ευγένεια, gentility, το gentility
Τυχαίες λέξεις
Afekt στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοργή, τρυφερότητα, Επηρεάζουν, έχουν επιπτώσεις, να επηρεάσει, να επηρεάσουν, Affect
Μεταφράσεις: στοργή, τρυφερότητα, Επηρεάζουν, έχουν επιπτώσεις, να επηρεάσει, να επηρεάσουν, Affect