Τρυφερότητα στα τσεχικά
Μετάφραση: τρυφερότητα, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
onemocnění, láska, afekt, náklonnost, záliba, příchylnost, něha, měkkost, citlivost, něžnost, bolestivost
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρυφερότητα
τρυφερότητα ποίηση, τρυφερότητα συνωνυμα, τρυφερότητα ταινία, τρυφερότητα κρέατος, τρυφερότητα συνώνυμο, τρυφερότητα λεξικό γλώσσας τσεχικά, τρυφερότητα στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- τρυπώ στα τσεχικά - bodat, píchnutí, svrbět, bod, propíchnout, píchat, bodnutí, ...
- τρυφερός στα τσεχικά - útlý, lehkověrný, delikátní, příjemný, útlocitný, choulostivý, jemný, ...
- τρωκτικό στα τσεχικά - hlodavec, hlodavý, hlodavců, hlodavce, hlodavci, rodent
- τρόμος στα τσεχικά - úlek, poděsit, hastroš, zděšení, postrašit, hrůza, zdrtit, ...
Τυχαίες λέξεις
Τρυφερότητα στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: onemocnění, láska, afekt, náklonnost, záliba, příchylnost, něha, měkkost, citlivost, něžnost, bolestivost
Μεταφράσεις: onemocnění, láska, afekt, náklonnost, záliba, příchylnost, něha, měkkost, citlivost, něžnost, bolestivost