Argumentovat στα ελληνικά
Μετάφραση: argumentovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαφωνώ, επιχειρηματολογώ, διαπληκτίζομαι, υποστηρίζουν, ισχυρίζονται, υποστηρίξει, υποστηρίζει, υποστηρίξουν
Μεταφράσεις
- argentinský στα ελληνικά - Αργεντινής, της Αργεντινής, Αργεντινή, γουρλομάτη, σε γουρλομάτη
- argumentace στα ελληνικά - επιχειρηματολογία, επιχειρήματα, επιχειρηματολογίας, την επιχειρηματολογία, τα επιχειρήματα
- aristokracie στα ελληνικά - αριστοκρατία, αριστοκρατίας, αριστοκράτες, της αριστοκρατίας, την αριστοκρατία
- aristokrat στα ελληνικά - αριστοκράτης, αριστοκράτη, αριστοκράτισσα, άρχοντας
Τυχαίες λέξεις
Argumentovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαφωνώ, επιχειρηματολογώ, διαπληκτίζομαι, υποστηρίζουν, ισχυρίζονται, υποστηρίξει, υποστηρίζει, υποστηρίξουν
Μεταφράσεις: διαφωνώ, επιχειρηματολογώ, διαπληκτίζομαι, υποστηρίζουν, ισχυρίζονται, υποστηρίξει, υποστηρίζει, υποστηρίξουν