Aut στα ελληνικά

Μετάφραση: aut, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τράβηγμα, τραβώ, ενοικίου, ενοίκιο, Ενοικιάζεται, Ενοικίαση, Πάρκινγκ
Aut στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • auditor στα ελληνικά - ελεγκτής, ελεγκτή, ελεγκτών, ελεγκτές
  • aureola στα ελληνικά - φωτοστέφανος
  • autentický στα ελληνικά - γνήσιος, πραγματικός, αληθινός, αυθεντικός, αυθεντικά, αυθεντικό, αυθεντική, ...
  • autentičnost στα ελληνικά - γνησιότητα, αυθεντικότητα, γνησιότητας, αυθεντικότητας, την αυθεντικότητα
Τυχαίες λέξεις
Aut στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τράβηγμα, τραβώ, ενοικίου, ενοίκιο, Ενοικιάζεται, Ενοικίαση, Πάρκινγκ