Autorita στα ελληνικά
Μετάφραση: autorita, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσιάζω, αυθεντία, κύρος, έλεγχος, εξουσία, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- autoportrét στα ελληνικά - αυτοπροσωπογραφία, αυτοπροσωπογραφίας, αυτοπορτρέτο
- autor στα ελληνικά - συγγραφέας, συγγραφέα, Συντάκτης, συντάκτη, δημιουργού
- autoritativní στα ελληνικά - απολυταρχικός, επιβλητικός, έγκυρος, επιτακτικός, επίσημος, έγκυρες, έγκυρη, ...
- autoritář στα ελληνικά - απολυταρχικός, αυστηρός, disciplinarian, πειθαρχίας, της πειθαρχίας
Τυχαίες λέξεις
Autorita στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσιάζω, αυθεντία, κύρος, έλεγχος, εξουσία, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που
Μεταφράσεις: εξουσιάζω, αυθεντία, κύρος, έλεγχος, εξουσία, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που