Běh στα ελληνικά

Μετάφραση: běh, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατεργάζομαι, πρόοδος, τενόρος, πτήση, ρεύμα, πιάτο, προοδεύω, διαδικασία, τωρινός, φυγή, βιασύνη, ορμή, πλεύση, τρέχω, επεξεργάζομαι, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει
Běh στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bědování στα ελληνικά - στριγγλίζω, οδυρμός, μοιρολογώ, θρηνώ, θρήνος, θρήνο, θρήνου, ...
  • bědující στα ελληνικά - θρηνώδης
  • běhat στα ελληνικά - τρέχω, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει
  • během στα ελληνικά - διαμέσου, κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, διάρκεια, κατά τη διάρκεια της
Τυχαίες λέξεις
Běh στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατεργάζομαι, πρόοδος, τενόρος, πτήση, ρεύμα, πιάτο, προοδεύω, διαδικασία, τωρινός, φυγή, βιασύνη, ορμή, πλεύση, τρέχω, επεξεργάζομαι, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει