Cár στα ελληνικά
Μετάφραση: cár, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουρέλι, θραύσματα, απορρίμματα, απορριμμάτων, θραυσμάτων, παλαιοσιδήρου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cytoplazma στα ελληνικά - κυτόπλασμα, κυτταρόπλασμα, κυτταροπλάσματος, κυτοπλάσματος, κυπαρόπλασμα
- cákat στα ελληνικά - πλατσουρίζω, πιτσιλάω, πιτσιλίζω, χτυπώ, λάσπη, λασπόνερο, την κακομεταχείριση
- césura στα ελληνικά - τομή, caesura
- cévnatý στα ελληνικά - αγγειακός, αγγείων, αγγειακή, αγγειακών, αγγειακής
Τυχαίες λέξεις
Cár στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουρέλι, θραύσματα, απορρίμματα, απορριμμάτων, θραυσμάτων, παλαιοσιδήρου
Μεταφράσεις: κουρέλι, θραύσματα, απορρίμματα, απορριμμάτων, θραυσμάτων, παλαιοσιδήρου